φρενοτερπής

φρενοτερπής
φρενο-τερπής, ές,
A heart-delighting, Nonn.D.4.135.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φρενοτερπής — ές, ΜΑ φρενογηθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + τερπής (< τέρπω, ομαι), πρβλ. θυμο τερπής] …   Dictionary of Greek

  • φρενοτερπέα — φρενοτερπής heart delighting neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φρενοτερπής heart delighting masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”